|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θαμβώνω? — — βέσπα — ναύθετον — αφορμώμαι — απασχολία — αβολιά — αιθεροειδής — αρχιφύλακας — σύννους — σιγάρο — ιαμβογράφος — ανεπιφύλακτος — δακτυλιδένιος — πανταχούσα — τελευταίος — ταΐστρα — προϋπόθεται — κλαδώνω — ραχοκόκκαλο — χασίσι — πλέκτρια — ύστερος |
|||