|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πέπλος? — — αττικισμός — αμαυρός — τραχηλιαίος — βαθυσέβαστος — αμπελού — κατασταλαχτή — κουρβουλιάζω — γλυκοτραγουδιέμαι — ιερέας — ανάβαθος — κλωσσάω — ατρύγιστος — αψηφισιά — μπρίκι — καλομάθητος — συνεργάσιμος — παντογράφος — κατανικώ — αιματώνω — καθεξής — Ξανθίππη |
|||