ανήλθον

формы словаβ
ανήλθον
αόρ. от ανέρχομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ανήλθον? —


τεφροδόχηθεότηταεπισκευήεκτόπλασμαεξασφαλίζωαναπαραγωγόςπυκνοφυτεμένοςλαφυραγωγημένοςδιασπαράσσωψαροκάλαμοαγρόκτημαμπάγκοςαναστάτωμασουιετενίαομοϊδεάτηςχαλνκόστρωσηασφουγγάριστοςεξαερώνωπρόθυμοςξεπάτωμανερομάννα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit