|
αόρ. от ανέρχομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανήλθον? — — τεφροδόχη — θεότητα — επισκευή — εκτόπλασμα — εξασφαλίζω — αναπαραγωγός — πυκνοφυτεμένος — λαφυραγωγημένος — διασπαράσσω — ψαροκάλαμο — αγρόκτημα — μπάγκος — αναστάτωμα — σουιετενία — ομοϊδεάτης — χαλνκόστρωση — ασφουγγάριστος — εξαερώνω — πρόθυμος — ξεπάτωμα — νερομάννα |
|||