|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αφύσικα? — — επωνύμιο — άηχος — ξεχωριστά — αποτεφρωτήριο — τρίκ — κουνενές — μονόχρωμος — κεφαλαιουχικός — προσλαμβάνω — πρωταίτιος — αναρρωνύω — μονοετής — σημαδεύομαι — συνέπεια — άσβόλη — στεφανοπωλήτρια — προσφυγίνα — τρίγλη — λελογισμένως — απεχθάνομαι — χωματόδρομος |
|||