|
посеянный, засеянный; ~η γή — посевная площадь; === ~ εδώ καί κει — разбросанный, рассеянный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посеянный? — σπαρμένος как на (ново)греческом будет слово засеянный? — σπαρμένος как с (ново)греческого переводится слово σπαρμένος? — посеянный, засеянный — ματαιοπονώ — παρεμπόδιση — πολυκατάστημα — τσεκάρω — αμεταχείριστος — ακατόρθωτος — μαγνητισμός — ξενοπλένω — δορυκτήτωρας — γουρούνα — κοπιάρισμα — αιματώδης — χρηματίζω — βερεμιάζω — παρόρμηση — αλληλοβοήθεια — πεταύρωση — λευκοϊκτίς — αφροπλασμένος — κεκανονισμένος — κινητοποίηση |
|||