|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υψομετρικά? — — φουκαρού — ακτογραμμή — κακοτάξιδος — ανωκάτω — όρνις — βουρλός — δειλινό — αναδεξιμιός — άθληση — φθισικός — αλλόφωτος — άντζα — κοινωνιστής — αει- — παρατηρητικότης — χρηματοδότρια — δεκάλεπτος — αβαράρω — αποκουμπώ — εύρηκα — ξaμπελίζω |
|||