Новогреческий словарь
πλησιέστερος
πλησιέστερ|ος
более близкий
;
στό ~ο χρονικό διάστημα — в ближайшее время
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
более близкий
? —
πλησιέστερος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλησιέστερος
? — более близкий
#
(ново)греческий словарь
—
αμφιβολίτης
—
χωροταξικά
—
σιδηρογραφία
—
σελέμισσα
—
μεθοδολογία
—
γκροτέσκο
—
άρριφτος
—
χιονοδρομικός
—
μηχανοποίητος
—
λεπτόδερμος
—
μηνίγγιον
—
φεγγαροστολισμένος
—
ακοομέτρης
—
ψαχουλίζω
—
ξενερίζω
—
ισοζυγισμός
—
αντικαταστάτισσα
—
εξοδεύω
—
κακοτυπωμένος
—
βαρετός
—
φυλλοβολία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве