|
простуживаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово простуживаться? — κρυολογώ как с (ново)греческого переводится слово κρυολογώ? — простуживаться — γαλήνευμα — βουτυράπιδο — εσοδεία — σαλιγκάρι — κρασάκι — τρισέγγονος — πλινθουργείο — τρισάθλιος — αιμοδυναμική — ερωτιδεύς — ξανακυλάω — κωδωνίσκος — αφεντιά — άδηκτος — μώμος — μύτος — χαρτόδεμα — ελεγείος — φάλκο — γαζώνω — ψωρίλας |
|||