|
ο, η орнитолог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово орнитолог? — ορνιθολόγος как с (ново)греческого переводится слово ορνιθολόγος? — орнитолог — ασχημοκαμωμένος — κοστίζω — μύτος — σαγηνεύω — μελάγχρους — χρυσίτιδα — ασάρωτος — φλαμανδικά — ενσαρκώνομαι — μεσοσαράκοστα — βλεφαρίτιδα — εφημεριδούλα — αυτοσχεδίαστος — ούλος — δασύλλιο — κρίκος — στιλβωτήριο — θέση — συλλογικός — εκθρονίζω — συμβουλώ |
|||