|
шейный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шейный? — τραχηλικός как с (ново)греческого переводится слово τραχηλικός? — шейный — ποιητικός — ζυγοδάκτυλα — σταυρωτά — ίλιγγος — βιβλιογνώστρια — γελοκλαίω — ορνιθοκλόπος — άφθαι — εξασθένιση — νεροχύτης — αρχιψεύτης — πανώλη — θείο — παρεννόησις — προεικάζω — χρωμογράφος — συσταχώνω — βροχαλίδα — ενωμένος — αλοτρίβανος — μουθουνίζω |
|||