|
ο 1) вилы; 2) навильник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вилы? — φουρκάς как на (ново)греческом будет слово навильник? — φουρκάς как с (ново)греческого переводится слово φουρκάς? — вилы, навильник — δυναμογράφος — κάτοψη — νομομαθής — παρά — ελάφίδες — συντροφεύω — μετατύπωση — προσέγγιση — απαντεμένος — νομότυπος — δώμα — οκνώ — δωδεκάχρονος — φροντίζω — δουλεμπόριο — εισήνεγκον — βιβλιοκάπηλος — νυκτοφυλακή — πτίλο — δωδεκάωρο — άτσουχτος |
|||