|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επαγγελματικά? — — καπνοδοχοκαθαριστής — μιλιούνι — ανασκέλωμα — τσαπέλλα — κλειδώνω — βερεσέ — ακόντευτος — χασούρα — επιούσα — γαλβανισμός — διάθερμος — μαγουλάδα — λέπρα — αγεληδόν — ναυτεργάτης — αυτοματικός — γόνιμος — ανακουρκουδίζω — ψυχαναγκασμός — μελιτοσάκχαρον — αποσκοτώνω |
|||