|
το аршин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аршин? — αρσίν как с (ново)греческого переводится слово αρσίν? — аршин — αβελόνιαστος — σταμπωτός — υίοθέτηση — μοτόν — σόδημα — διοχέτευση — καταφλέγω — αίρεση — πεντάγραμμος — ρυθμόμετρο — ευκολύνομαι — θεήλατος — αλαφρογλυστρώ — γεροντολόγος — επισωρευτής — χάρτων — αποσαθρώνομαι — μυρσινόκοκκος — λάφιασμα — εκτεθηλυμένος — ξινάδα |
|||