|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Μαυροκέφαλος? — — ανήσυχος — χημεία — λεμονόφλουδα — αυτοκινητοδρόμιον — ενσωματώνω — καίτοι — διάγγι — πριονιστικός — κερατούκλης — απευθυσμένο — μοσχοκάρφι — μπαινοβγαίνω — καρικωμένος — τρόμαγμα — υπερηκοΐα — ακροτελεύτιον — γκερντανλού — μικρόφυτο — λουφαδόρος — εκρηκτικότητα — απόβαση |
|||