|
ο шахтёр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шахтёр? — γαιανθρακορύκτης как с (ново)греческого переводится слово γαιανθρακορύκτης? — шахтёр — άλυπος — γιέν — αλάδιαστος — ελλιπές — βάρδια — πουπουλάκι — μινθέλαιον — δίκορκος — δεκαεννιά — γαλακτόχρους — πηλάλα — αδικοπραγώ — αεριοποίηση — μόλυνση — παλαιοημερολογίτης — συρματοποιείο — τρίς — ξημεροβραδιάζομαι — ξενύχιασμα — τσουχτερός — Αίγυπτος |
|||