|
неотомщённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неотомщённый? — αγδίκιωτος как с (ново)греческого переводится слово αγδίκιωτος? — неотомщённый — πολλαπλώς — πολυχρονεμένος — βουλω — εξολισθάνω — δεντρωμένος — τυπωτικά — φόρτιση — παράλογο — διεθνοποιούμαι — κήπευση — διανομείον — απολυέμαι — έξαρμα — αντικυκλώνος — απτώχευτος — φτερωτή — φιδοτόμαρο — αδελφομειξία — χωραφοπόντικο — είδον — σός |
|||