Новогреческий словарь
ίαμβος
ίαμβ|ος
ο 1)
ямб
(размер);
2) мн.ч.
ямбы
(жанр)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ямб
? —
ίαμβος
как на
(ново)греческом
будет слово
ямбы
? —
ίαμβος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ίαμβος
? — ямб, ямбы
#
(ново)греческий словарь
—
αναβρυχώμαι
—
μπατανόβουρτσα
—
αντσα
—
τσανάκι
—
έφορος
—
ολβιότης
—
βαλβολίνη
—
τέμπλο
—
τσάρλεστον
—
τσουγκράνα
—
αναγαλλιάζω
—
εξακοσάρι
—
φραχτικός
—
συμπάθεία
—
προβατάκι
—
ξαναγύρισμα
—
αλεποφωλιά
—
συντονισμός
—
βουρκωμένος
—
μηλόξιδο
—
έθιμο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве