|
бодливый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бодливый? — κουτουλιάρικος как с (ново)греческого переводится слово κουτουλιάρικος? — бодливый — ιππόδρομος — περισκωληκοειδικός — μηνύω — παστερισμός — εφταετία — στήριξη — ξαπλωταριά — εκμαρτύριο — γλωσσά — αργοκινώ — ύπερος — άγαλμα — φανερωμένος — ιπποπέδη — εξήψα — στηλιτευτής — ξεροστάλιασμα — ηλιόφοβος — ελαιεμπορία — χρονοφωτογραφώ — μαρμαρόχτιστος |
|||