|
η умелость, ловкость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово умелость? — πιτηδειοσύνη как на (ново)греческом будет слово ловкость? — πιτηδειοσύνη как с (ново)греческого переводится слово πιτηδειοσύνη? — умелость, ловкость — παραδεισιακά — γυφταριό — αγγελομάχημα — βιεννέζικος — ανασκολόπισμα — στριφοκέρι — απόβαρο — χορταρικά — λιγύφθογγος — μεζεδάδικο — αντιστρεπτός — κλείνω — απορροφάω — τοξικολογία — ανώριμος — βορβουλιά — δαφνίδα — αχορτασιά — πολώνω — σημάδευμα — αγκυνάρα |
|||