|
делать выпуклым #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делать выпуклым? — ανακηρτώνω как с (ново)греческого переводится слово ανακηρτώνω? — делать выпуклым — συνειρμισμός — ξυπολάω — αχύρινος — φεγγάριασμα — κάρφωμα — εκλέξιμος — ελευθέριος — επιπλωτήρ — πινάκιο — λοκαντιέρης — διάπυος — ανακοχλασμός — χερσώνομαι — αποκωλύω — πολφός — ομορφιά — θρομβοκύτταρο — ροφητός — νουθεσία — δεξίμι — σφουγγαράδικος |
|||