Новогреческий словарь
ισημερία
ισημερία
η астр.
равноденствие
;
εαρινή (φθινοπωρινή) ~ — весеннее (осеннее) равноденствие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
равноденствие
? —
ισημερία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ισημερία
? — равноденствие
#
(ново)греческий словарь
—
προγνώστης
—
χρηματοδοτώ
—
ανακουφισμός
—
βεγγαλικός
—
συμβιβαστικότητα
—
αναμεράω
—
εργοδότρια
—
ακαματιά
—
σπασμωδικως
—
νεώλκησις
—
ναός
—
φλαμανδικός
—
μπετούγια
—
συκολέβι
—
διαγογγυσμός
—
αγαπητικός
—
βελονοειδής
—
αποστηθίζω
—
ξακουστός
—
ψυχρόφιλος
—
μονύδριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве