|
рвать на себе волосы (от горя, отчаяния) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рвать на себе волосы? — σουρομαδιέμαι как с (ново)греческого переводится слово σουρομαδιέμαι? — рвать на себе волосы — αίτιο — δυσαρμονία — θανατάς — πασαίρνω — χρησιμοποιούμαι — αλπακάς — μεγαλοκαμωμένος — ομαλότητα — μελαχροινάδα — αγιοταφίτισσα — επισιτιστικός — μηχανοκίνητος — κεφαλώνω — αυτοχειροτονούμαι — επαγωγεύς — ασφοδέλι — ντερέμπεης — καμπυλώνω — χεροπιαστός — αμερικανόδουλος — αγγειογραφία |
|||