|
η пчеловодство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пчеловодство? — μελισσοκομική как с (ново)греческого переводится слово μελισσοκομική? — пчеловодство — ασπούδα — ταμάχι — βαγιουλεύω — ακριβωτής — μονόδραχμος — εξπρεσσιονιστής — έγγειος — γλίστρα — φωνογραφία — αμαξοποιείο — OTE — εκτοκύκλιο — φάγαινα — κολακεύω — απαλυντικός — διανεμητικός — πολυκουρδίζω — συμπυροβολώ — εφυαλώνω — κονσόλα — ξιφοθήκη |
|||