|
ходить на четвереньках #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ходить на четвереньках? — αρκουδίζω как с (ново)греческого переводится слово αρκουδίζω? — ходить на четвереньках — γιώνω — γλοκολαλάω — αγωγέας — λιπαντικός — καστανότοπος — νοιώνω — καημένος — δημοφιλής — τηλεγραφήτρια — αγγειοβρίθεια — υστερόχρονος — πετρελαιοπηγές — αντισυνταγματικότητα — αργοψένω — αφθονώ — εξαγόραση — αντηχητικός — Ισπανός — ιταμότητα — επίχαρις — χλόϊσμα |
|||