Новогреческий словарь
ακατάσχετα
ακατάσχετα
неудержимо, стремительно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неудержимо
? —
ακατάσχετα
как на
(ново)греческом
будет слово
стремительно
? —
ακατάσχετα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακατάσχετα
? — неудержимо, стремительно
#
(ново)греческий словарь
—
καφεστιατόριο
—
ιερόδουλος
—
σκόλοψ
—
πυρείο
—
υδατοκομία
—
ιχθυολιμένας
—
αναχασμώμαι
—
πιστοδότηση
—
μεταλλουργός
—
ράβδωση
—
προεόρτιο
—
αποκλαδεύω
—
εκθρονισμός
—
παρογνωρίζω
—
παρομοιώνω
—
ελαιέμπορος
—
καρδιομεγαλία
—
βυθομέτρηση
—
καθισμένος
—
λούρος
—
μίτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,