Новогреческий словарь
βάτ
βάτ
το эл.
ватт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ватт
? —
βάτ
как с
(ново)греческого
переводится слово
βάτ
? — ватт
#
(ново)греческий словарь
—
άκρατος
—
γνωριστικός
—
λουροδένω
—
πυροτεχνουργία
—
μακαρονάδα
—
πανηγυρίζω
—
ειρήνεμα
—
σανιδοειδής
—
επικολλητικός
—
αγέλαστος
—
χρηματολαγνεία
—
θείος
—
όνυξ
—
καμπανίτσα
—
τορνευτός
—
δορκάδιο
—
απομακραίνω
—
εμπύρειον
—
παλιόκαιρος
—
δαμασκηνέα
—
αστοχιάρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве