|
το эл. ватт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ватт? — βάτ как с (ново)греческого переводится слово βάτ? — ватт — χανούμ — αμάραντο — ιουδαϊκός — σκιαγραφικός — απειλητικός — αμμωνάλη — μανιώδης — κατασχετήριον — θαλασσομαχητό — αηδόνα — αποχαντακώνω — αντιστάθμισις — κοκκαλιάζω — μαντέμι — πιεστόν — προγυμναστήριο — βριζαμιά — Κρητικόπουλο — αλεξήνεμον — λαχανάκι — δεκαεξαετής |
|||