|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χουνέρι? — — συγκάηκα — τσικνίζω — τρολές — αρπακτικό — απρόσμενος — γαριδάκι — αχρειόστομος — νικοτινισμός — ζίκ-ζάκ — συναρτησιακός — κλιματικός — αρρωστώ — αμάντριστος — μεσοχωρίτης — στροβιλίζομαι — αναγκαίο — σφυροβόλος — κρανιολογικός — πήχτρα — δικανικός — κηπευτής |
|||