|
прям., перен. реветь, рычать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реветь? — βρουχίζω как на (ново)греческом будет слово рычать? — βρουχίζω как с (ново)греческого переводится слово βρουχίζω? — реветь, рычать — δερμάτινο — γαμπριάτικος — συνταυτίζω — φαγοκυτταρικός — αργυροστόλιστος — επανετέθην — μελισσόκηπος — νήχομαι — ανάρριχτος — εναποτυπώ — φουρνιστός — κλώστης — διαφορικός — αμέθοδον — μαχαιρένιος — πρωτευουσιάνος — καταχρηστικά — χρεωστάσιο — κεντηματιά — λίμνη — νυχτερινός |
|||