|
одновесельный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одновесельный? — μονόκωπος как с (ново)греческого переводится слово μονόκωπος? — одновесельный — ιδία — αυγουστιάτικα — τροχείο — ανακουφίζω — φτιασιά — υποψήφιος — γυναικολόγι — μνημοσύνη — οπωσδήποτε — συμμετρικά — ιχθυοπανίς — αποφύλλιση — πανευδαίμων — ασύμμετρος — κόχιασμα — αχαράμιστος — ούγια — ρωδιά — ευχαριστία — αλλαξοφεγγαριά — μαστουρομένος |
|||