|
пасхальный; ~α ρούχα — праздничная, пасхальная одежда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пасхальный? — λαμπριάτικος как с (ново)греческого переводится слово λαμπριάτικος? — пасхальный — χαμαιφυής — ευπρόσδεκτος — χτικιάρης — δικύλινδρος — πολυκαιρία — πλισσάροι — κουρτίνα — μετράω — έγκουση — επισκοπικός — χονδρική — Μετεωρίτης — εμβάλλω — ρουφιανεύω — κλώσσισμα — ίαση — υφαλμυρίζω — καταδαμάζω — αντιγράφω — οργισμένος — επιτροπεύσιμος |
|||