Новогреческий словарь
φαρυγγόσπασμος
φαρυγγόσπασμ|ος
ο
спазм(а) горла
[x:trans]спазм горла;спазма горла[/x:trans]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спазм горла
? —
φαρυγγόσπασμος
как на
(ново)греческом
будет слово
спазма горла
? —
φαρυγγόσπασμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
φαρυγγόσπασμος
? — спазм горла, спазма горла
#
(ново)греческий словарь
—
πεζογραφία
—
ακατάτακτος
—
συνταγματάρχης
—
διηγηματικός
—
υπέστην
—
αλευραγορά
—
γεωγράφος
—
κηρώδης
—
ακρότμητος
—
σποράδην
—
πραίτωρας
—
ανασασμός
—
καρυδόκομπος
—
ελαιομαργαρίνη
—
πελεκάνος
—
στρεπτοκοκκικός
—
φτωχός
—
καραβάνα
—
χωροφυλακίστικος
—
πιστοποιητικό
—
κουλός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве