Новогреческий словарь
διέζευξα
διέζευξα
αόρ. от διαζευγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διέζευξα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
παράκτιος
—
ασπροκόκκινος
—
λεπτοκαρυέλαιον
—
εποστρακίζω
—
λεβεντόγερος
—
πάναγνος
—
συσπείρωση
—
κατασταίνω
—
άμη
—
καταγοητεύω
—
απόβαλμα
—
ρωμαϊκός
—
χρυσόξανθος
—
αυτοκυβερνώμαι
—
λιβρέα
—
τράτο
—
τελειωμένος
—
αεροπληθής
—
σφήνωση
—
αμυγδαλάτος
—
απόρριμμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,