|
αόρ. от διαζευγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διέζευξα? — — πολύχρωμος — τυποποιημένος — σφίγξ — άφρη — χαλικοπαγές — γρόσι — δουλοπρεπής — ανάδιπλος — τσουκαλάς — αυθημερόν — μικροδουλειά — βλακόμουτρο — πλησιέστατος — εξανεμίζω — αντέγκληση — ωδίνω — εγκαίνια — χαμολόγι — χρυσή — αποτρίβομαι — εγγυητήριος |
|||