|
η белочка; белка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово белочка? — βερβερίτσα как на (ново)греческом будет слово белка? — βερβερίτσα как с (ново)греческого переводится слово βερβερίτσα? — белочка, белка — αφίππευση — αμβονας — οικονομώ — δίπους — μισθώνω — σακχαρομύκης — παγοπωλείο — οφθαλμοφανής — ισόπαλος — βραχιονικός — στοργικός — μπριγιαντίνη — ταυτώνυμος — θήλυς — αντεροβγάλτης — υπαισθησία — λαδάς — σοφιστική — γνωμιάζω — κάρυον — εξολίσθημα |
|||