|
ο боль в глазах #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово боль в глазах? — πονόματος как с (ново)греческого переводится слово πονόματος? — боль в глазах — δίπηχος — κατατρίβομαι — κηφηναριό — περίφραξη — σωβρακοφανέλα — οντάς — εξομολογητικός — ντοματόσουπα — κάλυμμα — τριτώνω — τρολές — χνούς — ετσιθελισμός — εκτελεστήριον — σουτάρισμα — περιτραχήλιο — αιθερομανής — σεβνταλής — τόπι — κεράστης — αντιεπιστημονικός |
|||