Новогреческий словарь
πονόματος
πονόματ|ος
ο
боль в глазах
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
боль в глазах
? —
πονόματος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πονόματος
? — боль в глазах
#
(ново)греческий словарь
—
καυχησιολόγος
—
μασούρισμα
—
σπερδούκλα
—
διακλαδίζομαι
—
αναπόγραφος
—
απόσπερα
—
αλουλούδιαστος
—
φλασκιά
—
αιθαλομίχλη
—
πλαισίωμα
—
συγκροτώ
—
ακάτεχος
—
αμνησιακός
—
συνημμένως
—
πελαγινός
—
ανεμοφλογισμένος
—
οργανοειδής
—
γλεντοκοπάω
—
μουνοπαγίδα
—
συνθέτω
—
αυταρχικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,