Новогреческий словарь
φυσιογνωστικός
φυσιογνωστικός
1)
природоведческий
;
2)
биологический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
природоведческий
? —
φυσιογνωστικός
как на
(ново)греческом
будет слово
биологический
? —
φυσιογνωστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
φυσιογνωστικός
? — природоведческий, биологический
#
(ново)греческий словарь
—
παραχορταίνω
—
κλειστοφοβία
—
σκωληκίασις
—
φωτοχαρακτική
—
εμβρυοθυλάκιον
—
ξεποδαριασμένος
—
θεατρισμός
—
γαρνί
—
εγχειρητική
—
υστεραλγία
—
μομφή
—
μενεξές
—
μωλώπισμα
—
φαινικούχος
—
μολόχα
—
ουζερί
—
αλαμπουρνέζικος
—
απλοποιούμαι
—
ξεστηθώνομαι
—
αυλακωτήρας
—
τσουλώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве