|
1) природоведческий; 2) биологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово природоведческий? — φυσιογνωστικός как на (ново)греческом будет слово биологический? — φυσιογνωστικός как с (ново)греческого переводится слово φυσιογνωστικός? — природоведческий, биологический — κλάκ — π.μ. — παραμυθάκι — αναισχύντως — φουντίτσα — νεκροφυλακείο — εισηγησάμην — μακροσκοπικός — παραδειγματικά — εκπαιδεύω — σκότισμα — αυτογενής — τσαλακώνω — ξεστρίβω — τσισάκια — ανάρριμμα — θαλασσοπόρος — εκθειασμός — χαρτοβιβλιοπώλης — ορεσίβιος — κηλίδα |
|||