|
Мешок #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σάκος? — — ψωρόχορτο — φαρμακεύω — οστεαλγία — θεοκόπηλος — σεληνοφώτιστος — εκφραστικός — αναχλός — φιλολογία — μάκρος — πατούχα — οργανοταξία — ακαθιέρωτος — υδατικός — ανομμένος — αποκυλιέμαι — μελίγονο — θρησκομανία — κρείσσων — πολυμορφικός — πιόμα — γενεσιακός |
|||