|
ο человек средних лет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово человек средних лет? — μεσοκαιρίτης как с (ново)греческого переводится слово μεσοκαιρίτης? — человек средних лет — αργαλειό — γέρος — πούστικος — ζαλίγκα — γλυκόριζα — γλυκοζαχαρένιος — σερίφης — Βέλγος — κάτης — στόφα — καταπάνω — ξετσιπωσιά — αποξεριζώνω — κατάχλωμός — μύριοι — ορνιθοπωλείο — κουνέλι — μaιευτήριο — αψεγάδιαστος — συναδελφικότητα — εξογκώνω |
|||