|
η 1) пушок (юношеский); 2) анат. ворсинка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пушок? — λάχνη как на (ново)греческом будет слово ворсинка? — λάχνη как с (ново)греческого переводится слово λάχνη? — пушок, ворсинка — παχουλός — φανελλοποιία — νιφτήρας — ολοκληρωτικότητα — μουλαράς — αλωνίζω — κρεατόμυγα — αληθοφανής — κατρακύλισμα — προΐσταμαι — ερατεινός — αναφυλαξία — δρεπάνισμα — χελιδόνισμα — προσπορισμός — αξιωματικά — εξαφανίζομαι — αισθηματολογία — υποπρόξενος — διακαινήσιμος — λημερεύω |
|||