|
η корысть, корыстолюбие; χωρίς ~ — бескорыстно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корысть? — ιδιοτέλεια как на (ново)греческом будет слово корыстолюбие? — ιδιοτέλεια как с (ново)греческого переводится слово ιδιοτέλεια? — корысть, корыстолюбие — κονικλοτροφείο — γυναικοκαβγάς — γαϊτανοφρύδης — πηλοπλάστης — εμβολιαστής — αποκαθαρίδι — φτού! — μεζελίκι — επίταση — ενδοφλεβίτις — επουλώσιμος — ζαμπούκος — βρυχάζω — βαλαλάϊκα — σχεδιογράφημα — περίδετος — ερινεός — σιδεροδεσία — καταπιά — επαλείφω — περικυκλώνω |
|||