|
ο река; τό στόμιο (или η εκβολή) τού ~ού — устье реки; === άνω ποταμών — а) [phrase]ни в какие ворота не лезет; полный абсурд;[/phrase] б) [phrase]всё шиворот-навыворот, полная неразбериха[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово река? — ποταμός как с (ново)греческого переводится слово ποταμός? — река — κατασχετήριον — προσηλυτίζω — διαλυτός — γυμνασιαρχεύω — ποιμνιοβοσκή — λευκό — αντασφάλεια — μονόστηλος — κανναβίσιος — ανασυντασσόμενος — ορκωτός — χάνος — μαγευτικά — αυτογέννητος — δοκάνι — σφαιροβολία — διαστρεμμένος — κατραμάς — τοιχοκολλητής — νεκροφόρα — καλογηρισμός |
|||