|
το электрон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электрон? — ηλεκτρόνιο как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτρόνιο? — электрон — ξενοπλύνω — επιτροχάδην — υποθετικός — ξαναγράφω — δωροδόχος — ανθεξα — αντεγκαλώ — σορός — διορυχή — θυμώ — δουλοσύνη — έτυμο — ατμοστρόβιλος — κέϊκ — ανοικοκύρευτος — πεθαμένα — αγαθός — κοπιώδης — ουροκυστίτιδα — καταπίστευμα — χρωματοπώλις |
|||