|
το колыбель (тж. перен.), люлька; από τού ~ου — с колыбели #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колыбель? — λίκνο как на (ново)греческом будет слово люлька? — λίκνο как с (ново)греческого переводится слово λίκνο? — колыбель, люлька — σόκ — γλάκι — γεροδένω — εκθεσμος — λαβώνομαι — νικώμαι — φουντωμένος — ασβέστη — ακροδέκτης — γκιλλιοτίνα — κρυστάλλωση — λιποθύμημα — πλησίος — παθολογία — πρωτο- — αυτόπτρια — επιλιμενάρχης — κεντρόφύξ — ανεπιφανής — εξάγωνος — κατάχλωμός |
|||