Новогреческий словарь
πεφωτισμένος
πεφωτισμέν|ος
светлый, ясный
(об уме, мыслях);
~η κρίση — ясное представление (о чём-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
светлый
? —
πεφωτισμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
ясный
? —
πεφωτισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πεφωτισμένος
? — светлый, ясный
#
(ново)греческий словарь
—
οκτάεδρο
—
δικαιοπραξία
—
βήχας
—
δορυκτησία
—
κόντης
—
πέσο
—
πρόθυμος
—
σφουγγοκωλάριος
—
καταβολιάζω
—
χονδρίλλη
—
αρνοτόμαρο
—
ωφελούμαι
—
δρακόντειος
—
μετονομάζω
—
απάνθησις
—
νοσηλευτήριο
—
καταγγελία
—
πηνίο
—
αιδημόνως
—
επιτηρητικός
—
χωρώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,