|
светлый, ясный (об уме, мыслях); ~η κρίση — ясное представление (о чём-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово светлый? — πεφωτισμένος как на (ново)греческом будет слово ясный? — πεφωτισμένος как с (ново)греческого переводится слово πεφωτισμένος? — светлый, ясный — αλετρόχερο — μετοικώ — πνευματολατρεία — εικοστός — καταπονιέμαι — καλά — προγναθισμός — αιμοδυναμικός — απών — βυρσοδεψική — βαρούχειος — εύφθαρτος — πεσκαδούρος — αφιλήδονος — ροζακί — άλγεβρα — αλλεργιολόγος — φλύκταινα — μετάταξη — αυτοαναιρούμαι — εμβολιαστικός |
|||