|
η рыбий клей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рыбий клей? — ιχθυόκολλα как с (ново)греческого переводится слово ιχθυόκολλα? — рыбий клей — αστερώνομαι — ντοματούλα — καλοκυρά — προσκεφαλαιοθήκη — γλυκοκελάηδημα — κόμμα — ουρογεννητικός — γυναικίτι — παγοβούνι — νεκροφόρα — βερεσές — θορυβοποιός — εξευτελισμένος — υπερπόντιος — δυσκολοχώνευτος — αρζαντό — χάρτωμα — αφομοίωση — αμφικτιονία — προειρημένος — λιγόημερος |
|||