|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σεληνογραφικός? — — τοκογλυφώ — μονοφωνία — ανάκρουσμα — ανηθικότητα — αφοδράριστος — καλοπουλώ — ουρολογία — οικονομιούμαι — βιντεοκάμερα — συρρικνώνομαι — συνεδριάζω — ανασηκώνομαι — νευράξων — χαμηλά — ζευλόράμμα — μαλλιοτραβάω — γερακομύτης — αργοκινησία — δασερός — κακοπάθεια — αψομίλητος |
|||