|
битком; ήτανε ~ γεμάτο τό βαπόρι — [phrase]теплоход был битком набит[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово битком? — στοίβα как с (ново)греческого переводится слово στοίβα? — битком — δωδεκαπλάσιος — λιχουδεύομαι — διαβρωτικός — λασπουριά — τριακοστός — ευθειογενής — συνονθύλευμα — λουσμένος — βεργίζω — γαμψώνυχος — μπιστεριά — κολάστρια — αλογοτροφείο — έγειρα — καλλιέργεια — ανεμοβροχιά — εξαδακτυλία — κακοσμώ — αντίφωτο — δύσπνοια — περιτριγυρίζω |
|||