Новогреческий словарь
στοίβα
στοίβα
битком
;
ήτανε ~ γεμάτο τό βαπόρι — [phrase]теплоход был битком набит[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
битком
? —
στοίβα
как с
(ново)греческого
переводится слово
στοίβα
? — битком
#
(ново)греческий словарь
—
δακρυοειδής
—
εναποτύπωμα
—
ζανταλώνομαι
—
χαλασμός
—
διαμφισβητούμενος
—
εξημερωτικός
—
μονοσέπαλος
—
αγκαθιάζω
—
απλώνομαι
—
λεβεντόγρια
—
πλουτίζομαι
—
βήχω
—
καμπουριασμένος
—
εθνεγέρτης
—
συναρπάζομαι
—
πρόφαση
—
μέτοχος
—
πιτζιέμ
—
κανονιοβολώ
—
κλάδο
—
ερμηνεύσιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве