|
ο боец-богатырь, «орёл» #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово боец-богатырь? — γιγαντομάχος как на (ново)греческом будет слово орёл? — γιγαντομάχος как с (ново)греческого переводится слово γιγαντομάχος? — боец-богатырь, орёл — φευγάτος — κρεοφαγώ — φυσίγγι — γραμμωτός — τρυγόνι — μιξούδια — λευκοκυτταραιμία — μη — βραχιολάκι — φρουτάκια — πήττα — οπλασκία — αγεφύρωτος — σίκλος — νεκρόδειπνος — απλήγιαστος — εκπνοή — πανσλαβικός — νικελωμένος — πομπώδης — σωτέ |
|||