|
το мор. оснастка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оснастка? — ξάρτι как с (ново)греческого переводится слово ξάρτι? — оснастка — σκοπευτικο — αναστηθείς — αναζητώ — εικόνισμα — παροργίζομαι — εξουθενίζω — δαφνοστεφής — κλοπή — θυμάμαι — τονωτικός — συνηχώ — αποτρύγι — λαγκάδι — ιππέμπορος — λιπαρός — μυρμηγκοφωλιά — ανηλικιότητα — ψευτοσπουδαίος — κρεατερός — τεχνοκρίτης — γιγάντια |
|||