|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπέκρω? — — προκεχωρημένος — λιμενοφύλακας — αρτεργάτης — επισκέπτης — αυτοαναίρεση — ηλιοστάσι — μουνάρα — μαστορεία — άγερτος — μετανεωτερικά — ψωμάδαινα — νηστευτής — τριγλωσσία — κυρτός — ξαστερώνω — συσσωρεύω — ασπρόμαλλος — ελατένιος — βοτάνι — αναστομώνω — ζαχαροπλάστης |
|||