|
снотворный, усыпляющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снотворный? — υπνογόνος как на (ново)греческом будет слово усыпляющий? — υπνογόνος как с (ново)греческого переводится слово υπνογόνος? — снотворный, усыпляющий — γαλιφίζω — εφοπλιστικός — ψελλίζω — τονισμός — οψιγενής — βοϊδομάτης — καλοκάγαθος — αυτοδυναμία — κατακερματίζω — δροσοβόλος — σκλήθρος — εκτονωτικός — κωλανι — καφετής — δέλτα — μυθιστορία — παιδοδοντίατρος — Παρασκευή — διάληψη — αντιμαρξιστικός — παραπομπή |
|||